- οὐρηρός
- οὐρ-ηρός, ά, όν,A urinary,
ἄγγος Philum.Ven.14.5
, cf. Aët.6.3, Sch.Ar.V.803.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄγγος Philum.Ven.14.5
, cf. Aët.6.3, Sch.Ar.V.803.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουρηρός — οὐρηρός, ά, όν (Α) (συν. για αγγείο) ο κατάλληλος για ούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. ηρός (πρβλ. νοσ ηρός)] … Dictionary of Greek
οὐρηρόν — οὐρηρός urinary masc acc sg οὐρηρός urinary neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρηροῦ — οὐρηρός urinary masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek